ὀσφρήσει

ὀσφρήσει
ὄσφρησις
the sense of smell
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ὀσφρήσεϊ , ὄσφρησις
the sense of smell
fem dat sg (epic)
ὄσφρησις
the sense of smell
fem dat sg (attic ionic)
ὀσφραίνομαι
catch scent of
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • όσφρηση — Αίσθηση της αντίληψης, των οσμών. Το ειδικό σύστημα υποδοχής των ερεθισμάτων εντοπίζεται στο ψηλότερο μέρος των ρινικών κοιλοτήτων όπου ο βλεννογόνος (οσφρητικός βλεννογόνος) περιλαμβάνει ειδικά επιμήκη νευρικά κύτταρα με δύο αποφυάδες· η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”